Τορίνο

Τορίνο
(Torino). Πόλη (991.799 κάτ.) της βόρειας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (6.830 τ. χλμ., 2.383 421 κάτ.) και του Πεδεμόντιου. Χτισμένο σε καίρια θέση της πεδιάδας του Πεδεμόντιου, στο σημείο όπου συμβάλλει ο Ντόρα Ριπάρια με τον Πάδο και συγκλίνουν οι οδοί επικοινωνίας με την κεντρική και την ανατολική πεδιάδα του Πάδου και με τη Λιγυρία, το Τ. ήταν από τις πρώτες πόλεις της Ιταλίας, που στράφηκε προς τη βιομηχανία. Η ίδρυση εκεί πρώτα της FIAT (1899) και στη συνέχεια άλλων βιομηχανιών είχε ως αποτέλεσμα μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού (στην τελευταία τριακονταετία σχεδόν διπλασιάστηκε) έτσι που σήμερα το Τ. είναι από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Ιταλίας με ανεπτυγμένη βιομηχανία σε όλους τους τομείς. Είναι επίσης αξιόλογο πολιτιστικό κέντρο με πανεπιστήμιο (ιδρύθηκε το 1404), βιβλιοθήκες, διάφορες ακαδημίες, ωδείο, πινακοθήκες, μουσεία (Αιγυπτιακό, Αρχαίας Τέχνης, Κινηματογράφου, Αυτοκινήτου κ.ά.). Στην αρχιτεκτονική του το Τ. έχει κυρίως τη σφραγίδα του 17ου και του 18ου αι. Ρωμαϊκά ίχνη διατηρούνται ελάχιστα. Μεταξύ των μνημείων που διατηρεί το Τ. αναφέρουμε το ανάκτορο Μαντάμα και την εκκλησία Σαν Ντομένιο του Μεσαίωνα, ο καθεδρικός ναός, έργο του Γκουαρίνι (17ος αι.), οι εκκλησίες του Σαν Λορέντσο και της Κονσολάτα, το ανάκτορο Καρινιάνο, η Μόλε του Αντονέλι κ.ά. Άποψη ενός τμήματος του κέντρου της πόλης με τη «Μόλε Αντονελιάνα», το κτίριο του αρχιτέκτονα Αντονέλι, ύψους ως την κορυφή 167μ., που άρχισε να χτίζεται το 1863 σαν συναγωγή αλλά μετά το αγόρασε ο δήμος για μουσείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Καλάντρα, Νταβίντε — (Davide Calandra, Τορίνο 1856 – 1915). Ιταλός γλύπτης. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Τορίνο. Απέκτησε μεγάλη φήμη από τα πολυάριθμα δημόσια μνημεία που φιλοτέχνησε σύμφωνα με την τεχνοτροπία της βεριστικής σχολής, που είναι ανάλογη με… …   Dictionary of Greek

  • Πεδεμόντιο — (Piemonte). Ιστορική και διοικητική περιοχή της βόρειας Ιταλίας, στα σύνορα με τη Γαλλία στα Δ και με την Ελβετία στα Β. Στα Ν συνορεύει με τη Λιγηρία και στα Α με τη Λομβαρδία. Εχει έκταση 25.399 τ. χλμ. Πρωτεύουσα είναι το Τορίνο. Μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Αβογκάντρο, Αμεντέο — (Amedeo Avogadro, conte di Quaregna e Ceretto, Τορίνο 1776 – 1856). Ιταλός επιστήμονας. Διετέλεσε καθηγητής των μαθηματικών και της φυσικής στο Βασιλικό Κολέγιο του Βερτσέλι· από το 1820 έως το 1822 είχε την έδρα της θεωρητικής φυσικής στο… …   Dictionary of Greek

  • Αντονέλι, Αλεσάντρο — (Alessandro Antonelli, Γκέμε, Νοβάρα 1798 – Τορίνο 1888). Ιταλός αρχιτέκτονας. Κατά τη μακρόχρονη ζωή του κατασκεύασε πολυάριθμα κτίρια στις πόλεις Νοβάρα, Τορίνο, Μπόκα, Καστανιόλα, Μπελιντσάγκο, Ρομανιάνο, Σέζια, Ολέτζιο, Αλεσάντρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”